μετρονομία

μετρονομία
η [μετρονόμος]
η επιστημονική ενασχόληση με τα μέτρα και τα σταθμά, αλλ. μετρολογία, μετρογραφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετρονομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μετρονομία ή στον μετρονόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετρονομία ή/και μετρονόμος] …   Dictionary of Greek

  • μετρογραφία — η 1. το να γράφει κάποιος ύστερα από μετρήσεις 2. η τεχνική τών μετρήσεων και απεικονίσεων 3. μελέτη, πραγματεία περί μέτρων και σταθμών, αλλ. μετρολογία, μετρονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + γραφία*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”